φρενοβλαβοῦς

φρενοβλαβοῦς
φρενοβλαβής
deranged
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Δελλαπατρίδης, Αρμάνδος — (20ός αι.). Γραφικός τύπος της Αθήνας, τρόφιμος του δημοτικού ψυχιατρείου. Για πολλά χρόνια (1925 40), γύριζε στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και έβγαζε πολιτικούς λόγους ως αρχηγός του φανταστικού κόμματος των Κυανοχιτώνων. Φορούσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”